Διδασκαλίες των Προέδρων
Η ζωή και η διακονία του Τζόζεφ Σμιθ


Η ζωή και η διακονία του Τζόζεφ Σμιθ

«Ο Τζόζεφ Σμιθ ο Προφήτης και Βλέπων του Κυρίου, έχει κάνει περισσότερα για τη σωτηρία των ανθρώπων σε τούτον τον κόσμο, παρά οποιοσδήποτε άνθρωπος που έζησε ποτέ σ’ αυτόν, εκτός μόνο από τον Ιησού» (Δ&Δ 135:3). Η εκπληκτική αυτή δήλωση περιγράφει έναν άνδρα ο οποίος εκλήθη από το Θεό σε ηλικία 14 ετών και έζησε μόνο έως την ηλικία των 38 ετών. Μεταξύ της γέννησης του Τζόζεφ Σμιθ στο Βερμόντ, τον Δεκέμβριο του 1805 και του τραγικού θανάτου του στο Ιλλινόις, τον Ιούνιο του 1844, θαυμαστά πράγματα συνέβησαν. Ο Θεός Πατέρας και ο Υιός Του, Ιησούς Χριστός, εμφανίστηκαν σε αυτόν, διδάσκοντάς τον περισσότερα για τη φύση του Θεού από όσα ήταν γνωστά επί αιώνες. Αρχαίοι προφήτες και απόστολοι απένειμαν ιερή δύναμη ιεροσύνης στον Τζόζεφ, κάνοντάς τον έναν νέο εξουσιοδοτημένο μάρτυρα του Θεού σε αυτήν την τελευταία θεϊκή νομή. Μία απαράμιλλη έκχυση γνώσης και διδαχής αποκαλύφθηκε μέσω του Προφήτη, συμπεριλαμβάνοντας το Βιβλίο του Μόρμον, το Διδαχή και Διαθήκες και το Πολύτιμο Μαργαριτάρι. Μέσω αυτού, οργανώθηκε για μια ακόμα φορά επάνω στη γη η αληθινή Εκκλησία του Κυρίου.

Σήμερα, το έργο το οποίο ξεκίνησε με τον Τζόζεφ Σμιθ, προχωρεί σε όλο τον κόσμο. Για τον Προφήτη Τζόζεφ Σμιθ, ο Πρόεδρος Ουίλφορντ Γούντροφ κατέθεσε μαρτυρία: «Ήταν προφήτης του Θεού και έθεσε τα θεμέλια του σπουδαιότερου έργου και της θεϊκής νομής, τα οποία θεσπίστηκαν ποτέ στη γη»1.

Πρόγονοι και παιδική ηλικία

Ο Τζόζεφ Σμιθ ήταν Αμερικανός έκτης γενιάς. Οι προγονοί του είχαν μεταναστεύσει από την Αγγλία στην Αμερική κατά τη δεκαετία του 1600. Οι πρόγονοι του Προφήτη είχαν τα τυπικά χαρακτηριστικά που βρίσκουμε συνήθως στις πρώτες γενιές Αμερικανών: πίστευαν στην καθοδηγητική φροντίδα του Θεού, στη σκληρή δουλειά και υπηρετούσαν επιμελώς τις οικογένειες και την πατρίδα τους.

Οι γονείς του Τζόζεφ Σμιθ, ο Τζόζεφ Σμιθ ο πρεσβύτερος και η Λούση Μακ Σμιθ, παντρεύτηκαν το 1796 στο Τάνμπριτζ του Βερμόντ. Ήταν ένα ζευγάρι βαθιά θρησκευόμενο, οι οποίοι εργάζονταν σκληρά και είχαν αρχίσει τη συζυγική ζωή τους κάτω από ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες. Ατυχώς, ο Τζόζεφ Σμιθ ο πρεσβύτερος έχασε το πρώτο αγρόκτημα μαζί με το σπίτι του και στα χρόνια που ακολούθησαν αντιμετώπισε αρκετές οικονομικές αντιξοότητες. Η οικογένεια Σμιθ αναγκάστηκε να μετακομίσει αρκετές φορές καθώς ο πατέρας τους προσπαθούσε να κερδίσει τα προς το ζην, εργαζόμενος στους λόφους με τα δάση της Νέας Αγγλίας, βρίσκοντας δουλειά σε άλλα αγροκτήματα, λειτουργώντας εμπορικό κατάστημα ή διδάσκοντας σε σχολείο.

Ο Τζόζεφ Σμιθ ο νεότερος, γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1805 στο Σάρον του Βερμόντ, το πέμπτο από τα έντεκα παιδιά. Πήρε το όνομα του πατέρα του. Τα παιδιά στην οικογένεια Σμιθ ήταν, κατά σειράν γεννήσεως: ένα αγόρι στο οποίο δεν είχε δοθεί όνομα (το οποίο πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του), ο Άλβιν, ο Χάυρουμ, η Σωφρονία, ο Τζόζεφ, ο Σάμιουελ, ο Εφραίμ (ο οποίος έζησε λιγότερο από δύο εβδομάδες), ο Ουίλιαμ, η Καθρίν, ο Δον Κάρλος και η Λούση2.

Ο μοναδικός χαρακτήρας του Προφήτη φάνηκε νωρίς στη ζωή του. Οι Σμιθ ζούσαν στο Ουέστ Λίβανον του Νιου Χαμπσάιερ, όταν μία θανατηφόρα επιδημία τυφοειδούς πυρετού προσέβαλε πολύ κόσμο στην κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων όλων των παιδιών των Σμιθ. Μολονότι τα άλλα παιδιά ανένηψαν χωρίς επιπλοκές, ο Τζόζεφ, ο οποίος ήταν περίπου επτά χρονών, εμφάνισε μία σοβαρή μόλυνση στο αριστερό πόδι του. Ο δρ. Νέιθαν Σμιθ από την Ιατρική Σχολή Ντάρτμουθ στο γειτονικό Χανόβερ του Νιου Χαμπσάιερ, δέχθηκε να εφαρμόσει μία νέα χειρουργική μέθοδο στην προσπάθεια να σώσει το πόδι του παιδιού. Καθώς ο δρ. Σμιθ και οι συνεργάτες του ετοιμάζονταν για την επέμβαση, ο Τζόζεφ ζήτησε από τη μητέρα του να βγει από το δωμάτιο, ώστε να μην παρίσταται στο μαρτύριο του. Αρνούμενος το οινοπνευματώδες ποτό για να κατασιγάσει τον πόνο και έχοντας σαν στήριγμα μόνο την καθησυχαστική αγκαλιά του πατέρα του, ο Τζόζεφ υπέμεινε με γενναιότητα το νυστέρι του χειρουργού που άνοιξε μία τρύπα και έκοψε μέρος του οστού στο πόδι του. Η επέμβαση είχε επιτυχία, μολονότι ο Τζόζεφ περπατούσε τα επόμενα χρόνια με δεκανίκια και κούτσαινε ελαφρά σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Το 1816, μετά από επανειλημμένες ατυχίες στις σοδιές, ο Τζόζεφ Σμιθ ο πρεσβύτερος μετακόμισε με την οικογένειά του από το Νόργουιτς του Βερμόντ, στην Παλμύρα της Νέας Υόρκης, ελπίζοντας σε καλύτερες προοπτικές. «Ζώντας κάτω από δύσκολες οικονομικά περιστάσεις», θυμόταν ο Προφήτης αργότερα, «[ήμασταν] υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε σκληρά για να ζήσουμε μια μεγάλη οικογένεια… και καθώς ήταν απαραίτητη η προσπάθεια από μέρους όλων όσοι ήταν εις θέσιν να προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια για τη στήριξη της οικογένειας, είχαμε στερηθεί την ωφέλεια της μόρφωσης. Αρκεί να πω ότι είχα διδαχθεί μόνον ανάγνωση, γραφή και τους βασικούς κανόνες της αριθμητικής»3.

Το Πρώτο Όραμα

Ο Τζόζεφ Σμιθ έγραψε για την εκπαίδευση των πρώτων χρόνων του: «Γεννήθηκα… από καλούς γονείς, οι οποίοι δεν εφείσθησαν κόπων για να μου διδάξουν τη χριστιανική πίστη»4. Ωστόσο, όπως πολλοί άλλοι Χριστιανοί, οι γονείς του Τζόζεφ καταλάβαιναν ότι ορισμένες από τις αρχές του ευαγγελίου, οι οποίες διδάχθηκαν από τον Ιησού και τους Αποστόλους τους, απουσίαζαν από τις σύγχρονες εκκλησίες. Στην περιοχή της Παλμύρα το 1820, αρκετά, διαφορετικά χριστιανικά δόγματα προσπαθούσαν να κερδίσουν νεοφώτιστους. Η μητέρα του Τζόζεφ, δύο από τους αδελφούς του και η μεγαλύτερη αδελφή του προσεχώρησαν στην τοπική Πρεσβυτεριανή εκκλησία, όμως ο Τζόζεφ μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του Άλβιν, έμειναν εκτός. Μολονότι μικρό αγόρι, τον Τζόζεφ απασχολούσε βαθιά η θέση του απέναντι στον Θεό και η σύγχυση που επικρατούσε ανάμεσα στις διάφορες θρησκευτικές ομάδες.

Κατά τη διάρκεια της μελέτης των γραφών, ο 14χρονος Τζόζεφ εντυπωσιάστηκε από ένα εδάφιο στο βιβλίο του Ιακώβου: «Αν, όμως, κάποιος από σας είναι ελλειπής σε σοφία, ας ζητάει από τον Θεό, που δίνει σε όλους πλούσια, και χωρίς να ονειδίζει’ και θα του δοθεί» (Ιακώβου 1:5). Εμπνευσμένος από αυτήν την υπόσχεση από τον Κύριο, ο Τζόζεφ πήγε στο δάσος κοντά στο σπίτι του για να προσευχηθεί, μια ανοιξιάτικη ημέρα του 1820. Γονατίζοντας, προσέφερε τις επιθυμίες της καρδιάς του στον Θεό. Αμέσως τον κατέλαβαν οι δυνάμεις του σκότους, οι οποίες ολοκληρωτικά τον κυρίευσαν και τον έκαναν να φοβάται ότι θα αφανιζόταν. Στη συνέχεια, σε απάντηση της ένθερμης προσευχής του, άνοιξαν οι ουρανοί και ελευθερώθηκε από τον αόρατο εχθρό του. Σε μία στήλη φωτός λαμπρότερη από τον ήλιο, είδε δύο Άτομα να στέκονται από πάνω του στον αέρα. Ο ένας μίλησε, καλώντας το αγόρι με το όνομά του και είπε: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο Αγαπητός. Αυτόν να ακούς!» (Τζόζεφ Σμιθ-Ιστορία 1:17).

Σε αυτήν την ένδοξη θεϊκή εκδήλωση, ο Θεός Πατέρας και ο Υιός Του, Ιησούς Χριστός, εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως στο νεαρό Τζόζεφ. Ο Τζόζεφ συνομίλησε με τον Σωτήρα, ο οποίος του είπε να μην προσχωρήσει σε καμία από τις εκκλησίες της εποχής του, διότι «όλες τους ήταν εσφαλμένες» και «όλα τα πιστεύω τους αποτελούσαν αποτροπιασμό στα μάτια του… διδάσκουν ως διδαχές τις εντολές των ανθρώπων, έχοντας τη μορφή της ευσέβειας, αλλά αρνούνται τη δύναμή της» (Τζόζεφ Σμιθ-Ιστορία 1:19). Δόθηκε, επίσης, η υπόσχεση στον Τζόζεφ «ότι η πληρότητα του ευαγγελίου θα γινόταν γνωστή σε [εκείνον] σε κάποια μελλοντική στιγμή»5. Μετά από αιώνες σκότους, ο λόγος του Θεού και η πραγματικότητα του Θεού Πατέρα και του Υιού Του, Ιησού Χριστού, είχαν αποκαλυφθεί στον κόσμο μέσω αυτού του νεαρού και αγνού οργάνου.

Οι επισκέψεις του Μορόνι

Πέρασαν τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η διακήρυξη του Τζόζεφ Σμιθ ότι είχε δει τον Θεό, είχε αντιμετωπιστεί με χλευασμό και περίγελο από άλλα άτομα στην κοινότητά του. Ο νεαρός Προφήτης, 17 ετών τώρα, αναρωτιόταν τι τον περίμενε. Το βράδυ της 21ης Σεπτεμβρίου 1823, προσευχήθηκε ένθερμα για καθοδήγηση και συγχώρηση από τις νεανικές «αμαρτίες και απερισκεψίες» του (Τζόζεφ Σμιθ-Ιστορία 1:29). Ως απάντηση στην προσευχή του, ένα φως γεμίζει τη σοφίτα όπου κοιμόταν και εμφανίζεται ένας ουράνιος αγγελιαφόρος ονόματι Μορόνι. «Δήλωσε ότι ήταν άγγελος του Θεού», θυμόταν ο Τζόζεφ, «σταλμένος να φέρει χαρμόσυνα νέα, ότι η διαθήκη την οποία συνήψε ο Θεός με τον αρχαίο Ισραήλ επρόκειτο να εκπληρωθεί, ότι το προπαρασκευαστικό έργο για τη δευτέρα παρουσία του Μεσσία θα ξεκινούσε γρήγορα. Ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να κηρυχθεί δυνατά το Ευαγγέλιο σε όλη την πληρότητά του, σε όλα τα έθνη, ότι θα προετοιμαζόταν ένας λαός για τη βασιλεία της Χιλιετίας. Πληροφορήθηκα ότι είχα επιλεγεί να γίνω ένα όργανο στα χέρια του Θεού, ώστε να έλθουν εις πέρας ορισμένοι από τους σκοπούς Του σε αυτήν την ένδοξη θεϊκή νομή»6.

Ο Μορόνι είπε, επίσης, στον Τζόζεφ ότι σε έναν κοντινό λόφο ήταν θαμμένη μία συλλογή αρχαίων γραπτών, εγχαραγμένων σε χρυσές πλάκες από αρχαίους προφήτες. Αυτό το ιερό χρονικό περιέγραφε ένα λαό, τον οποίο είχε οδηγήσει ο Θεός από την Ιερουσαλήμ στο Δυτικό Ημισφαίριο, 600 χρόνια πριν τη γέννηση του Ιησού. Ο Μορόνι ήταν ο τελευταίος προφήτης αυτού του λαού και είχε θάψεΐ το χρονικό το οποίο είχε υποσχεθεί ο Θεός να φέρει στο φως κατά τις τελευταίες ημέρες. Ο Τζόζεφ Σμιθ επρόκειτο να μεταφράσει αυτό το ιερό έργο στα Αγγλικά.

Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ο Τζόζεφ θα συναντούσε τον Μορόνι στο λόφο, κάθε 22α Σεπτεμβρίου, για να λάβει περαιτέρω γνώση και οδηγίες. Θα χρειαζόταν αυτά τα χρόνια προετοιμασίας και προσωπικής βελτίωσης, ώστε να μεταφράσει το αρχαίο χρονικό. Θα έπρεπε να προετοιμαστεί γΐα την αποστολή να φέρει στο φως ένα έργο, σκοπός του οποίου ήταν να πείσει «τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο αιώνιος Θεός, που αποκαλύπτεται σε όλα τα έθνη» (σελίδα τίτλου του Βιβλίου του Μόρμον).

Ιδρύοντας το βασίλειό του Θεου στη γη

Αρχίζει η μετάφραση του Βιβλίου του Μόρμον

Ενόσω περίμενε να λάβει τις χρυσές πλάκες, ο Τζόζεφ Σμιθ βοηθούσε στην κάλυψη των υλικών αναγκών της οικογένειάς του. Το 1825 πήγε στο Άρμονυ της Πενσυλβάνια, να εργαστεί στον Τζοσάια Στωλ. Εκεί έμεινε ως οικότροφος στην οικογένεια του Ισαάκ και της Ελίζαμπεθ Χέηλ και γνώρισε την κόρη τους Έμμα, μία ψηλή, με σκούρα μαλλιά δασκάλα. Στις 18 Ιανουαρίου 1827, ο Τζόζεφ και η Έμμα παντρεύονται στο Σάουθ Μπαίνμπριτζ της Νέας Υόρκης. Μολονότι ο γάμος τους θα δοκιμαζόταν από θανάτους παιδιών, οικονομικές δυσκολίες και τις συχνές απουσίες του Τζόζεφ από το σπίτι για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, ο Τζόζεφ και η Έμμα πάντοτε αγαπούσαν βαθιά ο ένας τον άλλον.

Στις 22 Σεπτεμβρίου 1827, τέσσερα χρόνια αφότου πρωτοείδε τις πλάκες, ο Τζόζεφ ήταν τελικά άξιος να τις παραλάβει. Όμως, μόλις οι πλάκες βρέθηκαν στα χέρια του, ένας τοπικός όχλος έκανε επανειλημμένες και έντονες προσπάθειες να τις κλέψει. Για να αποφύγει αυτήν την καταδίωξη, τον Δεκέμβριο του 1827 ο Τζόζεφ και η Έμμα επέστρεψαν στο Άρμονυ, όπου ζούσαν οι γονείς της Έμμα. Όταν εγκαταστάθηκαν εκεί, ο Τζόζεφ άρχισε τη μετάφραση των πλακών.

Στις αρχές του 1828, ο Μάρτιν Χάρρις, ένας εύπορος αγροκτηματίας από την Παλμύρα, έλαβε μία μαρτυρία για το έργο των Τελευταίων Ημερών του Κυρίου και ταξίδεψε στο Άρμονυ να βοηθήσει τον Τζόζεφ στη μετάφραση. Έως τον Ιούνιο εκείνου του έτους, το μεταφραστικό έργο του Τζόζεφ είχε ως αποτέλεσμα 116 σελίδες χειρογράφου. Ο Μάρτιν επανειλημμένα ζήτησε από τον προφήτη την άδεια να πάρει το χειρόγραφο στο σπίτι του στην Παλμύρα, για να το δείξει σε ορισμένα μέλη της οΐκογένεΐας. Ο Προφήτης ζήτησε να μάθει από τον Κύριο και η απάντηση ήταν όχι, ωστόσο ρώτησε δύο ακόμα φορές τον Κύριο και τελικά δόθηκε η άδεια στον Μάρτιν να πάρει το χειρόγραφο. Ενώ το χειρόγραφο ήταν στην Παλμύρα, χάθηκε και δεν ξαναβρέθηκε ποτέ. Ο Κύριος πήρε το Ουρίμ και Θουμμίμ και τις πλάκες από τον Προφήτη για ένα διάστημα, αφήνοντάς τον ταπεινωμένο και μετανοημένο. Σε μία αποκάλυψη από τον Κύριο, ο Τζόζεφ έμαθε ότι θα πρέπει πάντοτε να φοβάται τον Θεό περισσότερο από τους ανθρώπους (βλέπε Δ&Δ 3). Μετά από αυτό, μολονότι ήταν μόνον 22 ετών, η ζωή του υπήρξε υπόδειγμα απόλυτης αφοσίωσης προς κάθε εντολή του Κυρίου.

Στις 5 Απριλίου 1829, ο Όλιβερ Κάουντερυ, ένας δάσκαλος νεότερος του Τζόζεφ κατά ένα χρόνο, έφθασε στο σπίτι του Τζόζεφ στο Άρμονυ. Ως απάντηση σε προσευχή, είχε λάβει μία μαρτυρία για το αληθές του έργου του Προφήτη. Δύο ημέρες αργότερα, το έργο της μετάφρασης άρχισε ξανά, με τον Τζόζεφ να υπαγορεύει και τον Όλιβερ να γράφει.

Η αποκατάσταση της Ιεροσύνης του Θεού

Καθώς ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ εργάζονταν στη μετάφραση του Βιβλίου του Μόρμον, διάβασαν την αφήγηση για την επίσκεψη του Σωτήρα στους αρχαίους Νεφίτες. Μετά από αυτό, αποφάσισαν να επιζητήσουν καθοδήγηση από τον Κύριο για το βάπτισμα. Στις 15 Μαΐου πήγαν στις όχθες του ποταμού Σασκουεχάννα, κοντά στο σπίτι του Τζόζεφ στο Άρμονυ, για να προσευχηθούν. Προς έκπληξή τους, ένα ουράνιο άτομο τους επισκέφθηκε, αναγγέλλοντας τον εαυτό του ως Ιωάννη τον Βαπτιστή. Τους απένειμε την Ααρωνική Ιεροσύνη και τους έδωσε οδηγία να βαπτίσουν και να χειροτονήσουν ο ένας τον άλλον. Αργότερα, κατά την υπόσχεση του Ιωάννη του Βαπτιστή, οι αρχαίοι Απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης, εμφανίστηκαν επίσης στον Τζόζεφ και τον Όλιβερ, τους απένειμαν τη Μελχισεδική Ιεροσύνη και τους χειροτόνησαν Αποστόλους.

Πριν από αυτές τις επισκέψεις, ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ είχαν αποκτήσει γνώση και πίστη. Όμως μετά από τις εμφανίσεις των ουράνιων αγγελιαφόρων, είχαν επίσης και εξουσία – τη δύναμη και εξουσία της ιεροσύνης του Θεού, απαραίτητη γΐα την ίδρυση της Εκκλησίας Του και γΐα την τέλεση των δΐατάξεων της σωτηρίας.

Δημοσίευση του Βιβλίου του Μόρμον και οργάνωση της Εκκλησίας

Κατά τη διάρκεια του Απριλίου και Μαΐου του 1829, το μεταφραστικό έργο του Προφήτη στο σπίτι του στο Άρμονυ, διεκόπη σε μεγάλο βαθμό λόγω της καταδίωξης. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να μετακομίσουν προσωρινά ο Τζόζεφ και ο Όλιβερ στην επαρχία Φαγιέτ της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, για να περατώσουν τη μετάφραση στο σπίτΐ του Πήτερ Ουίτμερ του πρεσβύτερου. Η μετάφραση ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο, λιγότερο από τρεις μήνες αφότου άρχισε ο Όλιβερ να υπηρετεί ως γραφέας του Προφήτη. Έως τον Αύγουστο, ο Τζόζεφ είχε υπογράψει το συμβόλαιο με τον εκδότη Έγκμπερτ Γκράντιν από την Παλμύρα για να τυπωθεί το βιβλίο. Ο Μάρτιν Χάρρις υποθήκευσε το αγρόκτημά του στον κύριο Γκράντιν για να διασφαλιστεί η πληρωμή του κόστους της έκδοσης και αργότερα πούλησε 61 εκτάρια από το αγρόκτημά του για την εξόφληση της υποθήκης. Το Βιβλίο του Μόρμον ήταν διαθέσιμο προς πώληση στο κοινό στο βιβλιοπωλείο του Γκράντιν, στις 26 Μαρτίου 1830.

Στις 6 Απριλίου 1830, έντεκα μόλις ημέρες μετά τη διαφήμιση του Βιβλίου του Μόρμον προς πώληση, μια ομάδα 60 περίπου ανθρώπων συγκεντρώθηκε στο ξύλινο σπίτι του Πήτερ Ουίτμερ του πρεσβύτερου, στο Φαγιέτ της Νέας Υόρκης. Εκεί ο Τζόζεφ οργάνωσε επίσημα την Εκκλησία, η οποία αργότερα ονομάστηκε κατόπιν αποκάλυψης, η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών (βλέπε Δ&Δ 115:4). Ήταν μια χαρούμενη περίσταση, με μεγάλη έκχυση Πνεύματος. Δΐεξήχθη η μετάληψη, πΐστοί βαπτίστηκαν, απονεμήθηκε η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και άνδρες χειροτονήθηκαν στην ιεροσύνη. Σε μία αποκάλυψη που ελήφθη κατά τη δΐάρκεΐα της συγκέντρωσης, ο Κύριος υπέδειξε τον Τζόζεφ Σμιθ ως ηγέτη της Εκκλησίας: «βλέπ[οντα], μεταφραστ[ή], προφήτ[η], απόστολ[ο] του Ιησού Χριστού, πρεσβύτερ[ο] της εκκλησίας μέσω του θελήματος του Θεού Πατέρα, και της χάρης του Κυρίου σου Ιησού Χριστού» (Δ&Δ 21:1). Η Εκκλησία του Ιησού Χριστού είχε ξανά ιδρυθεί επάνω στη γη.

Κίρτλαντ, Οχάιο: Εξάπλωση της Εκκλησίας

Καθώς τα μέλη της Εκκλησίας συμμερίζονταν με ενθουσιασμό την αλήθεια που είχαν βρει, η νεο-ΐδρυθείσα Εκκλησία μεγάλωνε ταχύτατα. Σύντομα ιδρύθηκαν κλάδοι στις πόλεις Φαγιέτ, Μάντσεστερ και Κόλεσβιλ της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Τον Σεπτέμβριο του 1830, λίγο μετά την εγκατάσταση του Τζόζεφ και της Έμμα από το Άρμονυ της Πενσυλβάνια στο Φαγιέτ, ο Κύριος αποκάλυψε στον Προφήτη ότι ιεραπόστολοι θα έπρεπε να «πά[νε] στους Λαμανίτες», οι οποίοι ζούσαν στη δυτική όχθη του Μισσούρι (Δ&Δ 28:8). Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, οι ιεραπόστολοι πέρασαν από την περιοχή του Κίρτλαντ του Οχάιο, όπου συνάντησαν μία θρησκευτική ομάδα η οποία αναζητούσε την αλήθεια και μετέστρεψαν προς τον Κύριο περίπου 130 από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του Σίδνεϋ Ρίγκντον, ο οποίος αργότερα έγινε μέλος της Πρώτης Προεδρίας. Η ομάδα των Αγίων στο Κίρτλαντ αυξήθηκε σε αρκετές εκατοντάδες καθώς τα μέλη διέδιδαν το ευαγγέλΐο στους γύρω τους.

Καθώς μεγάλωνε η Εκκλησία στη Νέα Υόρκη, αυξανόταν και η αντίθεση, επίσης, προς την Εκκλησία. Τον Δεκέμβριο του 1830, ο Προφήτης έλαβε μία αποκάλυψη που έδινε οδηγίες στα μέλη της Εκκλησίας να «πά[νε] στο Οχάιο» (Δ&Δ 37:1), περισσότερο από 400 χιλιόμετρα μακριά. Κατά τους επόμενους μήνες, η πλειονότητα των Αγίων της Νέας Υόρκης πούλησαν τις περιουσίες τους, ως επί το πλείστον με μεγάλες απώλειες και έκαναν τΐς αναγκαίες θυσίες προκειμένου να συναθροιστούν στο Κίρτλαντ του Οχάιο. Ο Τζόζεφ και η Έμμα Σμιθ ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ξεκίνησαν για το Οχάιο, φθάνοντας στο Κίρτλαντ περίπου την 1η Φεβρουαρίου 1831.

Δύο τόποι συνάθροισης για τους Αγίους

Τον Ιούνιο του 1831, ενόσω η Εκκλησία ισχυροποιείτο στο Κίρτλαντ, ο Κύριος καθοδήγησε τον Προφήτη και άλλους ηγέτες της Εκκλησίας να ταξιδέψουν στο Μισσούρι. Εκεί θα τους αποκάλυπτε «[τη] γη της κληρονομίας [τους]» (βλέπε Δ&Δ 52:3–5, 42–43). Κατά τη διάρκεια του Ιουνίου και Ιουλίου 1831, ο Προφήτης και άλλοι ταξίδευσαν τα 1.448 σχεδόν χιλιόμετρα από το Κίρτλαντ μέχρι το Τζάκσον Κάουντυ του Μισσούρι, το οποίο βρισκόταν στο δυτικό άκρο των τμημάτων της Αμερικής που είχαν αποικηθεί. Λίγο μετά την άφιξή του, ο Προφήτης έλαβε μία αποκάλυψη από τον Κύριο, όπου εδηλώνετο ότι «[η] γη του Μισσούρι… είναι η γη που προσδιόρισα και αφιέρωσα για τη συνάθροιση των αγίων μου. Αυτή, λοιπόν, είναι η γη της επαγγελίας, και ο τόπος για την πόλη της Σιών. …Ο τόπος που τώρα λέγεται Ιντιπέντενς είναι το επίκεντρο. Και ένα σημείο για το ναό βρίσκεται δυτικά» (Δ&Δ 57:1–3).

Προς εκπλήρωση των προφητειών των αρχαίων βιβλικών προφητών, ο 25χρονος Τζόζεφ Σμιθ άρχισε να θέτει τα θεμέλια της πόλης της Σιών στην Αμερική. Τον Αύγουστο του 1831, προήδρευσε της αφιέρωσης της γης ως τόπου συνάθροισης και αφιέρωσε μια τοποθεσία για ναό. Λίγο αργότερα, ο Προφήτης επέστρεψε στο Οχάιο, όπου παρότρυνε κάποιους από τους πιστούς να συγκεντρωθούν στο Μισσούρι. Εκατοντάδες Αγίων υπέμειναν τις κακουχίες ενός ταξιδιού κατά το 19ο αιώνα στην αμερικανική μεθόριο και κατευθύνθηκαν στη νέα πατρίδα τους, στο Μισσούρι.

Από το 1831 έως το 1838, τα μέλη της Εκκλησίας ζούσαν τόσο στο Οχάιο, όσο και στο Μισσούρι. Ο Προφήτης, μέλη της Απαρτίας των Δώδεκα και πολλά μέλη της Εκκλησίας ζούσαν στο Κίρτλαντ, ενώ άλλα μέλη της Εκκλησίας συγκεντρώθηκαν στο Μισσούρι και είχαν οδηγηθεί εκεί από τους ηγέτες τους της ιεροσύνης, υπό την καθοδήγηση του Προφήτη. Οι ηγέτες της Εκκλησίας αλληλογραφούσαν και συχνά ταξίδευαν μεταξύ Κίρτλαντ και Μισσούρι.

Συνεχής αποκάλυψη

Ενώ ζούσε στην περιοχή του Κίρτλαντ, ο Προφήτης έλαβε πολλές αποκαλύψεις από τον Κύριο σχετικά με την αποκατάσταση του ευαγγελίου κατά τις τελευταίες ημέρες. Τον Νοέμβριο του 1831, οι ηγέτες της Εκκλησίας αποφάσισαν να δημοσιεύσουν πολλές από τις αποκαλύψεις σε μία συλλογή που θα ονομαζόταν το Βιβλίο των Εντολών. Το βιβλίο θα τυπωνόταν στο Ιντιπέντενς του Μισσούρι. Όμως τον Ιούλιο του 1833, όχλος κατέστρεψε το τυπογραφείο και πολλά από τα τυπωμένα φύλλα. Με εξαίρεση λιγοστά αντίτυπα του βιβλίου που διασώθηκαν, το Βιβλίο των Εντολών δεν έγινε ποτέ διαθέσιμο στο σύνολο των μελών της Εκκλησίας. Το 1835 οι αποκαλύψεις που θα περιείχε το Βιβλίο των Εντολών, καθώς και πολλές άλλες αποκαλύψεις, εκδόθηκαν στο Κίρτλαντ ως το Διδαχή και Διαθήκες.

Ενόσω ζούσε στην περιοχή του Κίρτλαντ, ο Προφήτης εξακολούθησε το έργο του, Μετάφραση Τζόζεφ Σμιθ της Βίβλου, ένα έργο το οποίο είχε ξεκινήσει το 1830, κατ’ εντολήν του Κυρίου. Πολλά ξεκάθαρα και πολύτιμα πράγματα χάθηκαν από τη Βίβλο στο πέρασμα των αιώνων και ο Προφήτης καθοδηγήθηκε από το Πνεύμα για να κάνει διορθώσεις στο κείμενο της Βίβλου, έκδοσης Βασιλέως Ιακώβου, και να αποκαταστήσει πληροφορίες οι οποίες είχαν χαθεί. Αυτό το έργο οδήγησε στην αποκατάσταση σημαντικών αληθειών του ευαγγελίου, συμπεριλαμβανομένων πολλών αποκαλύψεων, οι οποίες περιέχονται τώρα στο Διδαχή και Διαθήκες. Μολονότι ο Προφήτης σκόπευε να δημοσιεύσει την αναθεώρησή του για τη Βίβλο, επείγοντα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της καταδίωξης, τον εμπόδισαν να τη δημοσιεύσει στην πληρότητά της κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Ως μέρος της εμπνευσμένης αναθεώρησής του για τη Βίβλο, ο Τζόζεφ Σμιθ έλαβε την αποκάλυψη, η οποία τώρα αποτελεί το βιβλίο του Μωυσή και μία εμπνευσμένη μετάφραση του Κατά Ματθαίον 24, η οποία αποκαλείται τώρα Τζόζεφ Σμιθ-Κατά Ματθαίον. Το 1835, ο Προφήτης άρχισε τη μετάφραση του βιβλίου του Αβραάμ από αρχαίους αιγυπτιακούς παπύρους, τους οποίους είχε αγοράσει η Εκκλησία. Όλες αυτές οι μεταφράσεις απετέλεσαν αργότερα μέρος του βιβλίου, Πολύτιμο Μαργαριτάρι.

Μεταξύ των αποκαλύψεων που έλαβε ο Προφήτης στο Κίρτλαντ, ήταν εκείνες οι οποίες εδραίωσαν τη γενική διακυβέρνηση της Εκκλησίας. Υπό την καθοδήγηση του Κυρίου, ο Τζόζεφ Σμιθ οργάνωσε την Πρώτη Προεδρία το 18327. Οργάνωσε την Απαρτία των Δώδεκα Αποστόλων και μία Απαρτία των Εβδομήκοντα, το 1835. Οργανώθηκε ένας πάσσαλος στο Κίρτλαντ το 1834. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ίδρυσε τις απαρτίες της Ααρωνικής και Μελχισεδικής Ιεροσύνης, για να παρέχουν υπηρεσίες ως προς τις ανάγκες των τοπικών μελών της Εκκλησίας.

Ο πρώτος ναός σε αυτή τη θεϊκή νομή

Ως ένα από τα σημαντικότερα μέρη της Αποκατάστασης, ο Κύριος αποκάλυψε στον Τζόζεφ Σμιθ την ανάγκη για άγιους ναούς. Τον Δεκέμβριο του 1832, ο Κύριος έδωσε εντολή στους Αγίους να αρχίσουν την οικοδόμηση ενός ναού στο Κίρτλαντ του Οχάιο. Μολονότι πολλά μέλη της Εκκλησίας στερούνταν επαρκούς στέγασης, εργασίας και τροφής, ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό στην εντολή του Κυρίου, ενώ ο Προφήτης εργαζόταν στο πλάι τους.

Στις 27 Μαρτίου 1836, ο Τζόζεφ Σμιθ αφιέρωσε το ναό, εν τω μέσω μιας έκχυσης Πνεύματος όμοιας με εκείνης την ημέρα της Πεντηκοστής. Μία εβδομάδα αργότερα, στις 3 Απριλίου 1836, έλαβαν χώρα μερικά από τα σημαντικότερα γεγονότα στη θρησκευτική ιστορία. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε στον Τζόζεφ Σμιθ και τον Όλιβερ Κάουντερυ μέσα στο ναό, διακηρύσσοντας: «Αποδέχτηκα ετούτον τον οίκο, και το όνομά μου θα είναι εδώ, και θα φανερωθώ στο λαό μου με ευσπλαχνία σε τούτον τον οίκο» (Δ&Δ 110:7). Εμφανίστηκαν, επίσης, τρεις αγγελιαφόροι από τις θεϊκές νομές της Παλαιάς Διαθήκης – ο Μωυσής, ο Ηλίας και ο Ηλίας ο Θεσβίτης. Αποκατέστησαν τα κλειδιά και την εξουσία της ιεροσύνης, τα οποία από καιρού είχαν χαθεί στη γη. Ο Προφήτης Τζόζεφ Σμιθ είχε τώρα την εξουσία να συναθροίσει τον Ισραήλ από τα τέσσερα σημεία της γης και να επισφραγίσει οικογένειες μαζί για τον παρόντα καιρό και όλη την αιωνιότητα. (Βλέπε Δ&Δ 110:11–16.) Αυτή η αποκατάσταση των κλειδιών της ιεροσύνης ακολούθησε το υπόδειγμα του Κυρίου να δίνει στον Προφήτη «γραμμή επάνω στη γραμμή, δίδαγμα επάνω στο δίδαγμα, λίγο εδώ και λίγο εκεί» (Δ&Δ 128:21) έως την αποκατάσταση της πληρότητας του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού επάνω στη γη.

Κηρύττοντας το παντοτινό ευαγγέλιο

Μέσω της διακονίας του Προφήτη, ο Κύριος τον καθοδήγησε να στείλει ιεραπόστολους για να «κηρύξ[ουν] το ευαγγέλιο σε κάθε πλάσμα» (Δ&Δ 68:8). Ο ίδιος ο Προφήτης αισθάνθηκε το βάρος αυτής της ευθύνης και έφυγε από το σπίτι και την οικογένειά του πολλές φορές για να προκηρύξει το ευαγγέλιο. Κατά τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, καλούνταν ιεραπόστολοι για να κηρύξουν σε διάφορα μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά.

Κατόπιν, το καλοκαίρι του 1837, ο Προφήτης είχε την παρακίνηση να στείλει πρεσβύτερους στην Αγγλία. Ο Προφήτης έδωσε οδηγίες στον Χήμπερ Κίμπαλ, ένα μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα, να ηγηθεί μιας μικρής ομάδας ιεραποστόλων σε αυτό το σπουδαίο εγχείρημα. Αφήνοντας την οικογένειά του σχεδόν άπορη, ο Πρεσβύτερος Κίμπαλ αναχώρησε με την πίστη ότι ο Κύριος θα τον καθοδηγούσε. Μέσα σε ένα χρόνο, σχεδόν 2.000 άτομα είχαν προσχωρήσει στην Εκκλησία στην Αγγλία. Στη συνέχεια ο Τζόζεφ Σμιθ έστειλε μέλη των Δώδεκα στη Μεγάλη Βρετανία για να υπηρετήσουν από το 1839 έως το 1841 και η ιεραποστολή αυτή ήταν επίσης εντυπωσιακά επιτυχής. Έως το 1841, περισσότεροι από 6.000 άνθρωποι είχαν ασπασθεί το ευαγγέλιο. Πολλοί από αυτούς μετανάστευσαν στην Αμερική, αναζωογονώντας και ενισχύοντας την Εκκλησία σε πολύ δύσκολους καιρούς.

Φεύγοντας από το Κίρτλαντ

Οι Άγιοι στο Κίρτλαντ υπέστησαν καταδιώξεις σχεδόν από τη στιγμή που έφθασαν εκεί, ωστόσο η εναντίωση εντάθηκε το 1837 και 1838. «Σχετικά με το βασίλειο του Θεού», είπε ο Προφήτης, «ο διάβολος πάντοτε ορθώνει το βασίλειό του την ίδια ακριβώς στιγμή, εναντιωνόμενος στο Θεό»8. Ο Προφήτης αισθάνθηκε την επιθετική αιχμή της εχθρότητας, τόσο από εχθρούς εκτός της Εκκλησίας, όσο και από αποστάτες οι οποίοι είχαν στραφεί εναντίον του. Κατηγορήθηκε άδικα για πολλές καταπατήσεις του νόμου, σύρθηκε στα δικαστήρια για δεκάδες αθεμελίωτες ποινικές και αστικές υποθέσεις και εξαναγκάστηκε να κρύβεται από εκείνους οι οποίοι επιζητούσαν να αφαιρέσουν τη ζωή του. Ωστόσο, στάθηκε γεμάτος πίστη και θάρρος εν μέσω αδιάκοπων σχεδόν ταλαιπωριών και εναντίωσης.

Τελικά, η καταδίωξη στην περιοχή του Κίρτλαντ έγινε αφόρητη. Τον Ιανουάριο του 1838, ο Προφήτης και η οικογένειά του εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Κίρτλαντ και να βρουν καταφύγιο στο Φαρ Ουέστ του Μισσούρι. Έως το τέλος του έτους, οι περισσότεροι από τους Αγίους στο Κίρτλαντ τον είχαν ακολουθήσει, αφήνοντας πίσω τα σπιτικά τους και τον αγαπημένο ναό τους.

Οι Άγιοι στο Μισσούρι

Η εκδίωξη από το Τζάκσον Κάουντυ και η πορεία του Στρατοπέδου της Σιών

Ενώ οι Άγιοι στο Κίρτλαντ πάσχιζαν να ενδυναμώσουν την Εκκλησία στην περιοχή τους, πολλά άλλα μέλη της Εκκλησίας έπρατταν το ίδιο στο Τζάκσον Κάουντυ του Μισσούρι. Οι Άγιοι των Τελευταίων Ημερών άρχισαν να εγκαθίστανται στο Τζάκσον Κάουντυ το καλοκαίρι του 1831. Δύο χρόνια αργότερα, αριθμούσαν περίπου 1.200 Αγίους ή σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού εκεί.

Η άφιξη τόσων πολλών Αγίων προβλημάτισε τους από καιρό εγκατεστημένους στην περιοχή κατοίκους. Οι κάτοικοι του Μισσούρι φοβήθηκαν την απώλεια πολιτικού ελέγχου εξαιτίας των νεοφερμένων, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από το βόρειο τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών και δεν υποστήριζαν την πρακτική κατοχής σκλάβων που υπήρχε στο νότο. Οι κάτοικοι του Μισσούρι αντιμετώπιζαν, επίσης, με καχυποψία τις μοναδικές διδαχές των Αγίων των Τελευταίων Ημερών – όπως την πίστη στο Βιβλίο του Μόρμον, τη νέα αποκάλυψη και τη συνάθροιση της Σιών – και έτρεφαν μνησικακία απέναντι στους Αγίους των Τελευταίων Ημερών, διότι εμπορεύονταν κυρίως αναμεταξύ τους. Ομάδες όχλου και η τοπική εθνοφρουρά άρχισαν να ενοχλούν μονίμως τους Αγίους και τον Νοέμβριο του 1833, τους εξε-δίωξαν από το Τζάκσον Κάουντυ. Οι περισσότεροι από τους Αγίους διέφυγαν βόρεια, διαμέσου του ποταμού Μισσούρι, στο Κλέη Κάουντυ του Μισσούρι.

Ο Τζόζεφ Σμιθ στενοχωρήθηκε βαθιά με τη συμφορά των Αγίων στο Μισσούρι. Τον Αύγουστο του 1833, έγραψε από το Κίρτλαντ στους ηγέτες της Εκκλησίας στο Μισσούρι: «Αδελφοί, εάν βρισκόμουν πλησίον σας, θα συμμετείχα ενεργά στα βάσανά σας και μολονότι είναι στη φύση του ανθρώπου να αποφεύγει τις δοκιμασίες και το θάνατο, παρ’ όλα αυτά, το πνεύμα μου δεν θα μου επέτρεπε να σας εγκαταλείψω, ακόμα και με κόστος της ζωής μου, αν με βοηθήσει ο Θεός. Ω αναθαρρήστε, διότι η λύτρωσή μας πλησιάζει. Ω Θεέ, σώσε τους αδελφούς μου στη Σιών»9.

Τον Φεβρουάριο του 1834, ο Τζόζεφ Σμιθ έλαβε μία αποκάλυψη που τον κατηύθυνε να ηγηθεί μιας αποστολής από το Κίρτλαντ στο Μισσούρι, για να στηρίξει τους Αγίους οι οποίοι υπέφεραν και να βοηθήσει στην αποκατάστασή τους στη γη τους, στο Τζάκσον Κάουντυ (βλέπε Δ&Δ 103). Ανταποκρινόμενος στην εντολή του Κυρίου, ο Προφήτης οργάνωσε μία ομάδα που ονομάστηκε Στρατόπεδο της Σιών για την πορεία προς το Μισσούρι. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1834, η ομάδα, η οποία τελικά περιελάμβανε περισσότερα από 200 μέλη, προχώρησε δυτικά διά μέσω του Οχάιο, της Ιντιάνα, του Ιλλινόις και του Μισσούρι. Βίωσαν πολλές δυσκολίες, μεταξύ άλλων και μία επιδημία χολέρας. Στις 22 Ιουνίου 1834, όταν η αποστολή πλησίαζε στο Τζάκσον Κάουντυ, ο Προφήτης έλαβε μία αποκάλυψη διάλυσης του στρατοπέδου. Παρ’ όλα αυτά, ο Κύριος υποσχέθηκε ότι η Σιών θα λυτρωνόταν κατά το δικό Του χρόνο. (Βλέπε Δ&Δ 105:9–14.) Μετά την οργάνωση ενός πασσάλου στο Κλέη Κάουντυ, με τον Ντέηβιντ Ουίτμερ ως πρόεδρο, ο Προφήτης επέστρεψε στο Οχάιο.

Μολονότι το Στρατόπεδο της Σιών δεν βοήθησε να επανακτηθούν οι περιουσίες των Αγίων, προσέφερε ανεκτίμητη εκπαίδευση για τους μέλλοντες ηγέτες της Εκκλησίας, διότι οι συμμετέχοντες έμαθαν αρχές ενάρετης ηγεσίας από το παράδειγμα και τις διδασκαλίες του Προφήτη. Σε μία συγκέντρωση των μελών του Στρατοπέδου της Σιών και άλλων μελών της Εκκλησίας, η οποία έγινε στο Κίρτλαντ, στις 14 Φεβρουαρίου 1835, ο Προφήτης οργάνωσε την Απαρτία των Δώδεκα Αποστόλων. Δύο εβδομάδες αργότερα, οργάνωσε μία Απαρτία των Εβδομήκοντα. Εννέα από τα μέλη της Απαρτίας των Δώδεκα και όλα τα μέλη της Απαρτίας των Εβδομήκοντα, είχαν αποτελέσει μέρος του Στρατοπέδου της Σιών.

Εγκατάσταση στο Βόρειο Μισσούρι

Μεγάλος αριθμός μελών της Εκκλησίας εξακολούθησε να ζει στο Κλέη Κάουντυ του Μισσούρι έως το 1836, όταν οι κάτοικοι της επαρχίας αυτής είπαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να τους προσφέρουν έναν τόπο ως καταφύγιο. Ως εξ αυτού, οι Άγιοι άρχισαν να μετακινούνται προς το βόρειο Μισσούρι και οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο Κόλντγουελ Κάουντυ, μια νέα επαρχία οργανωμένη από τη νομοθετική εξουσία της Πολιτείας για να προσφέρει κατάλυμα στους εκτοπισμένους Αγίους των Τελευταίων Ημερών. Το 1838 προσέφυγε εκεί ένας μεγάλος αριθμός Αγίων, οι οποίοι είχαν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν το Κίρτλαντ. Ο Προφήτης και η οικογένειά του έφθασαν εκείνον τον Μάρτιο στο Φαρ Ουέστ, τον ακμάζοντα αποικισμό των Αγίων των Τελευταίων Ημερών στο Κόλντγουελ Κάουντυ και ίδρυσαν την έδρα της Εκκλησίας εκεί. Τον Απρίλιο ο Κύριος δίνει εντολή στον Τζόζεφ Σμιθ να οικοδομήσει ένα ναό στο Φαρ Ουέστ (βλέπε Δ&Δ 115:7–16).

Δυστυχώς η ειρήνη ήταν μικρής διάρκειας για τους Αγίους στο βόρειο Μισσούρι. Το φθινόπωρο του 1838, όχλος και εθνοφρουρά παρενόχλησαν ξανά και επιτέθηκαν εναντίον των Αγίων των Τελευταίων Ημερών. Όταν τα μέλη της Εκκλησίας ανταπέδωσαν και υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους, ο Τζόζεφ Σμιθ και άλλοι ηγέτες της Εκκλησίας συνελήφθησαν κατηγορούμενοι για προδοσία. Τον Νοέμβριο φυλακίστηκαν στο Ιντιπέντενς και στη συνέχεια στο Ρίτσμοντ του Μισσούρι. Και την 1η Δεκεμβρίου τους μετέφεραν στη φυλακή, στο Λίμπερτυ του Μισσούρι. Το χειμώνα εκείνο, ο Προφήτης και οι συνεργάτες του υπέφεραν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Ήταν περιορισμένοι στο μπουντρούμι της φυλακής –ένα σκοτεινό, κρύο και βρόμικο υπόγειο– και το φαγητό που τους έδιναν ήταν τόσο άσχημο, ώστε δεν μπορούσαν να το φάνε μέχρι που εξαναγκάζονταν από την πείνα. Ο Προφήτης περιέγραψε την κατάστασή του και αυτή των Αγίων ως «μία δοκιμασία της πίστης μας, όμοια με εκείνη του Αβραάμ»10.

Ενώ ο Προφήτης ήταν φυλακισμένος, χιλιάδες Αγίων των Τελευταίων Ημερών, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας του Προφήτη, εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους στο Μισσούρι κατά τη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης του 1838–39. Στις 7 Μαρτίου 1839, η Έμμα έγραψε στον Τζόζεφ από το Κουίνσυ του Ιλλινόις: «Κανένας εκτός από τον Θεό δεν γνωρίζει τις σκέψεις που πέρασαν από το νου μου και τα συναισθήματα της καρδιάς μου, όταν άφηνα το σπίτι μας και σχεδόν όλα τα υπάρχοντά μας, εκτός από τα μικρά παιδιά μας, και ξεκινούσα το ταξίδι μου μακριά από την Πολιτεία του Μισσούρι, αφήνοντας εσένα κλεισμένο σε εκείνη τη θλιβερή φυλακή»11. Υπό την καθοδήγηση του Μπρίγκαμ Γιανγκ και άλλων ηγετών της Εκκλησίας, οι Άγιοι οδηγήθηκαν ανατολικά, στο Ιλλινόις.

Τα χρόνια στη Ναβού

Αγαπημένος ηγέτης του λαού του

Τον Απρίλιο του 1839, ο Προφήτης και οι συνεργάτες του μεταφέρονται λόγω αλλαγής τόπου δίκης, από τη φυλακή Λίμπερτυ στο Γκάλατιν του Μισσούρι. Ενώ οι φυλακισμένοι μεταφέρονται για μια ακόμα φορά από το Γκάλατιν στην Κολούμπια του Μισσούρι, οι φρουροί τούς επιτρέπουν να δραπετεύσουν. Κατευθύνθηκαν προς το Κουίνσυ του Ιλλινόις, όπου είχε συγκεντρωθεί το κύριο σώμα της Εκκλησίας, μετά τη βεβιασμένη αποχώρησή τους από το Μισσούρι. Σύντομα, υπό την καθοδήγηση του Προφήτη, οι περισσότεροι Άγιοι άρχισαν να εγκαθίστανται 80 χιλιόμετρα βόρεια, στο Κομέρς του Ιλλινόις, ένα χωριό σε μια καμπή του ποταμού Μισισιπή. Ο Τζόζεφ μετονόμασε την πόλη Ναβού και τα επόμενα χρόνια, μέλη και πρόσφατα νεοφώτιστοι συγκεντρώθηκαν κατά χιλιάδες στη Ναβού, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και τη Μεγάλη Βρετανία, κάνοντάς την μια από τις πολυπληθέστερες περιοχές του Ιλλινόις.

Ο Τζόζεφ και η Έμμα εγκαταστάθηκαν κοντά στον ποταμό σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι, το οποίο χρησίμευε ως γραφείο του Προφήτη κατά τις πρώτες ημέρες της Ναβού. Ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης για τα προς το ζην και αργότερα άνοιξε ένα κατάστημα γενικού εμπορίου. Όμως, επειδή η Εκκλησία και τα κοινοτικά καθήκοντά του απαιτούσαν μεγάλο μέρος του χρόνου του, ο Προφήτης συχνά δυσκολευόταν να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για τις υλικές ανάγκες της οικογένειάς του. Τον Οκτώβριο του 1841, τα προσωπικά υπάρχοντά του καταγράφονταν ως «ο γερο-Τσάρλυ (ένα άλογο) που του είχαν δώσει στο Κίρτλαντ, δύο ελάφια ως κατοικίδια, δύο γέρικες γαλοπούλες και τέσσερις νέες, η γέρικη αγελάδα που του έδωσε ένας αδελφός στο Μισσούρι, ο γέρικος Μέιτζορ (ένας σκύλος)… και κάποια λιγοστά έπιπλα»12.

Στα τέλη Αυγούστου του 1843, ο Προφήτης και η οικογένειά του μετακόμισαν στην απέναντι μεριά του δρόμου, σε ένα νεόδμητο διώροφο σπίτι που λεγόταν Μάνσιον Χάουζ. Ο Τζόζεφ και η Έμμα είχαν τώρα τέσσερα εν ζωή παιδιά. Είχαν θάψει έξι αγαπημένα παιδιά στα χρόνια που πέρασαν, ενώ θα γεννιόταν ένα ακόμα παιδί μετά το θάνατο του Τζόζεφ. Τα έντεκα παιδιά της οικογένειας του Τζόζεφ και της Έμμα Σμιθ ήταν: Ο Άλβιν, ο οποίος γεννήθηκε το 1828 και πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του. Τα δίδυμα Θαδδαίος και Λουίζα, τα οποία γεννήθηκαν το 1831 και πέθαναν λίγο μετά τη γέννησή τους. Τα υιοθετημένα Τζόζεφ και Τζούλια, τα οποία γεννήθηκαν από τον Τζων και την Τζούλια Μούρντοκ το 1831 και τα ανέλαβαν ο Τζόζεφ και η Έμμα μετά το θάνατο της αδελφής Μούρντοκ κατά τη γέννα (ο 11μηνος Τζόζεφ πέθανε το 1832)13. Ο Τζόζεφ ΙΙΙ, ο οποίος γεννήθηκε και πέθανε το 1832, ο Φρέντερικ, ο οποίος γεννήθηκε το 1836, ο Αλεξάντερ, ο οποίος γεννήθηκε το 1838, ο Δον Κάρλος, ο οποίος γεννήθηκε το 1840 και πέθανε σε ηλικία 14 μηνών. Ένας γιος, ο οποίος γεννήθηκε το 1842 και πέθανε κατά την ημέρα της γέννησής του και ο Ντέηβιντ, ο οποίος γεννήθηκε το 1844, πέντε σχεδόν μήνες μετά το μαρτυρικό θάνατο του πατέρα του.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της διακονίας του, στον Προφήτη άρεσε να βρίσκεται ανάμεσα στους Αγίους. Για την πόλη της Ναβού και τους κατοίκους της, είπε: «Είναι ο ωραιότερος τόπος και οι καλύτεροι άνθρωποι κάτω από τους ουρανούς»14. Σε αντάλλαγμα, οι Άγιοι τον αγαπούσαν και αισθάνονταν ότι ήταν ο φίλος τους, αποκαλώντας τον συχνά: «Αδελφέ Τζόζεφ». Ένας νεοφώτιστος παρατήρησε: «Υπήρχε ένας προσωπικός μαγνητισμός σ’ εκείνον, ο οποίος είλκυε όλους όσοι τον γνώριζαν»15. «Δεν προσποιείτο ότι ήταν ένας άνθρωπος χωρίς ελαττώματα και επιπολαιότητες», έγραψε ένας κάτοικος της Ναβού. «Ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσες να μην τον συμπαθήσεις… ούτε ήταν υπερφίαλος, εξαιτίας της σπουδαιότητάς του όπως πολλοί υπέθεταν, αντίθετα, ήταν οικείος με οποιονδήποτε ευυπόληπτο άνθρωπο»16. Ο Ουίλιαμ Κλαίητον, ένας Άγγλος νεοφώτιστος, έγραψε στην πατρίδα του από τη Ναβού για τον Προφήτη, λέγοντας: «Ειλικρινά, θα ήθελα να ήμουν σαν κι αυτόν»17.

Ο Προφήτης έδωσε πολλές ομιλίες στη Ναβού και στα μέλη της Εκκλησίας άρεσε να τον ακούν, διότι δίδασκε τις αποκεκαλυμμένες αλήθειες του ευαγγελίου με δύναμη. Ο Άνγκους Κάνον θυμόταν: «Ποτέ δεν τον άκουσα να μιλά και να μην ηλεκτρίζει ολόκληρο το είναι μου, να κάνει όλη την ψυχή μου να δοξάζει τον Κύριο»18. Ο Μπρίγκαμ Γιανγκ διακήρυξε: «Ποτέ δεν έχασα ευκαιρία να γνωρίσω τον Προφήτη Τζόζεφ και να τον ακούσω να μιλά δημοσίως ή ιδιωτικώς, για να αντλήσω κατανόηση από την πηγή από την οποία μιλούσε, ώστε να την κατέχω και να την φέρνω στο φως όταν χρειαζόταν. …Αυτές οι στιγμές ήταν για εμένα πολυτιμότερες από όλο τον πλούτο του κόσμου»19.

Η ηγεσία του Τζόζεφ Σμιθ εκτεινόταν πέρα από τις θρησκευτικές υποχρεώσεις του. Στη Ναβού, ο Προφήτης ενασχολήθηκε με κοινωνική, νομική, επιχειρηματική, εκπαιδευτική και στρατιωτική υπηρέτηση. Ήθελε η πόλη της Ναβού να προσφέρει όλες τις ευκαιρίες και τα πλεονεκτήματα μιας πολιτιστικής και κοινωνικής προόδου στους κατοίκους της. Τον Ιανουάριο του 1844, κατά ένα μεγάλο ποσοστό λόγω της απογοήτευσής του από την αποτυχία πολιτειακών και ομοσπονδιακών αξιωματούχων να επιτύχουν την αποκατάσταση δικαιωμάτων και ιδιοκτησιών που είχαν αποστερηθεί από τους Αγίους στο Μισσούρι, ο Τζόζεφ Σμιθ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Μολονότι οι περισσότεροι παρατηρητές διαπίστωναν τη μικρή πιθανότητα εκλογής του, η υποψηφιότητά του προσείλκυσε τη δημόσια προσοχή στην ευρεία παραβίαση των συνταγματικά εγγυημένων δικαιωμάτων των Αγίων. Όλοι οι άνθρωποι, διακήρυξε κάποτε ο Προφήτης, «έχουν ίσα δικαιώματα στους καρπούς του μεγάλου δέντρου της εθνικής ελευθερίας μας»20.

Αγιότης προς τον Κύριο: Οικοδομώντας ένα ναό του Θεού στη Ναβού

Όταν οι Άγιοι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Κίρτλαντ, είχαν αφήσει πίσω τους το ναό τον οποίο με πολύ μόχθο κατόρθωσαν να οικοδομήσουν. Όμως ξανά θα είχαν έναν άγιο ναό για αυτούς, διότι ο Κύριος έδωσε εντολή να αρχίσουν την οικοδόμηση ενός ναού στη Ναβού. Οι εργασίες ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1840 και οι θεμέλιοι λίθοι τέθηκαν στις 6 Απριλίου 1841, σε μία τελετή όπου προήδρευσε ο Προφήτης. Η κατασκευή του Ναού της Ναβού ήταν ένα από τα αξιολογότερα προγράμματα οικοδόμησης στην τότε δυτική Αμερική. Η ανέγερση του ναού απαιτούσε από τους Αγίους τρομακτικές θυσίες, διότι με τη σταθερή μετανάστευση στην αναπτυσσόμενη πόλη, τα μέλη της Εκκλησίας ήταν σε γενικές γραμμές φτωχά.

Ο Προφήτης άρχισε να διδάσκει τη διδαχή του βαπτίσματος για τους νεκρούς, από τις 15 Αυγούστου 1840. Δεδομένου ότι ο ναός βρισκόταν στο αρχικό στάδιο οικοδόμησης, οι Άγιοι αρχικώς τελούσαν βαπτίσεις για τους νεκρούς σε τοπικούς ποταμούς και ρέματα. Τον Ιανουάριο του 1841, ο Κύριος αποκάλυψε ότι η πρακτική αυτή μπορούσε να εξακολουθήσει μόνον εάν οι βαπτίσεις θα τελούνταν στο ναό (βλέπε Δ&Δ 124:29–31). Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 1841, οι Άγιοι έκτισαν μία προσωρινή ξύλινη κολυμβήθρα στο πρόσφατα εκσκαφθέν υπόγειο του ναού. Οι βαπτίσεις για τους νεκρούς τελέστηκαν για πρώτη φορά στην κολυμβήθρα αυτή, στις 21 Νοεμβρίου 1841.

Το 1841, τελέστηκαν οι πρώτες επισφραγίσεις ζευγαριών και το 1843 ο Προφήτης υπαγόρευσε την αποκάλυψη, η οποία περιγράφει την αιώνια φύση της διαθήκης του γάμου (βλέπε Δ&Δ 132). Οι διδαχές στην αποκάλυψη αυτή είχαν γίνει γνωστές από τον Προφήτη από το 183121. Κατά την εντολή του Θεού, δίδαξε, επίσης, τον πολυμερή γάμο.

Επειδή ο ναός χρειαζόταν κάποιο διάστημα ακόμα για να ολοκληρωθεί, ο Τζόζεφ Σμιθ επέλεξε να αρχίσει η χορήγηση της προικοδότησης ναού εκτός των ιερών τοίχων του ναού. Στις 4 Μαΐου 1842, στο δώμα του καταστήματος του με τα κόκκινα τούβλα στη Ναβού, ο Προφήτης χορήγησε τις πρώτες προικοδοτήσεις σε μία μικρή ομάδα αδελφών, συμπεριλαμβανομένου του Μπρίγκαμ Γιανγκ. Ο Προφήτης δεν έζησε να δει ολοκληρωμένο το Ναό της Ναβού. Παρ’ όλα αυτά, το 1845 και 1846, χιλιάδες Άγιοι έλαβαν τις προικοδοτήσεις ναού από τον Μπρίγκαμ Γιανγκ και άλλους, οι οποίοι είχαν λάβει αυτές τις ευλογίες από τον Προφήτη.

Η διακονία του Τζόζεφ Σμιθ φθάνει στο τέλος της

Ενώ οι Άγιοι απολάμβαναν αρχικά μια σχετική ειρήνη στη Ναβού, τα σύννεφα καταδίωξης συσσωρεύονταν απειλητικά γύρω από τον Προφήτη και αισθάνθηκε ότι η εγκόσμια διακονία του πλησίαζε στο τέλος της. Σε μία αλησμόνητη συνάντηση τον Μάρτιο του 1844, ο Προφήτης επιφορτίζει τους Δώδεκα να διακυβερνήσουν την Εκκλησία μετά το θάνατο του, εξηγώντας ότι τώρα είχαν όλα τα απαραίτητα κλειδιά και την εξουσία για να το πράττουν. Ο Ουίλφορντ Γούντροφ, ένα μέλος της Απαρτίας των Δώδεκα εκείνη την εποχή, διακήρυξε αργότερα: «Κατέθεσα τη μαρτυρία μου ότι στις αρχές της άνοιξης του 1844, στη Ναβού, ο Προφήτης Τζόζεφ Σμιθ συγκέντρωσε τους Αποστόλους και τους επέδωσε τις διατάξεις της εκκλησίας και του βασιλείου του Θεού. Και όλα τα κλειδιά και τις δυνάμεις που είχε απονείμει ο Θεός σε εκείνον, επισφράγισε στην κεφαλή μας και μας είπε ότι θα πρέπει να δεχθούμε στους ώμους μας και να φέρουμε το βασίλειό αυτό, διαφορετικά θα ήμασταν καταδικασμένοι. …Η όψη του ήταν διαυγής σαν το ήλεκτρο και ήταν ενδεδυμένος με μία δύναμη που δεν είχα ξαναδεί σε κανέναν θνητό άνδρα έως τότε»22. Μετά το θάνατο του Προφήτη, η ευθύνη για την Εκκλησία και το βασίλειο του Θεού επάνω στη γη θα εναπετίθετο στην Απαρτία των Δώδεκα Αποστόλων.

Τον Ιούνιο του 1844, απαγγέλθηκε εναντίον του Προφήτη κατηγορία για διασάλευση της δημοσίας τάξης. Μολονότι είχε αθωωθεί στη Ναβού από την κατηγορία αυτή, ο κυβερνήτης του Ιλλινόις, Τόμας Φορντ, επέμεινε να παραπεμφθεί σε δίκη ο Τζόζεφ με την ίδια κατηγορία, στο Κάρθατζ του Ιλλινόις, τη διοικητική έδρα του Χάνκοκ Κάουντυ. Όταν ο Προφήτης και ο αδελφός του, Χάυρουμ, έφθασαν στο Κάρθατζ, αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση για την αρχική κατηγορία, ωστόσο κατηγορήθηκαν εν συνεχεία για προδοσία κατά της Πολιτείας του Ιλλινόις και φυλακίστηκαν στην τοπική φυλακή.

Κατά τη διάρκεια του ζεστού και υγρού απογεύματος της 27ηςΙουνίου του 1844, ένας όχλος με μαυρισμένα πρόσωπα όρμησε στη φυλακή και δολοφόνησε τον Τζόζεφ και τον Χάυρουμ Σμιθ. Περίπου τρεις ώρες αργότερα, ο Ουίλαρντ Ρίτσαρντς και ο Τζων Τέηλορ που βρίσκονταν στη φυλακή με τους μάρτυρες, έστειλαν ένα θλιβερό μήνυμα στη Ναβού: «Φυλακή Κάρθατζ, 8:05 μ.μ., 27 Ιουνίου 1844. Ο Τζόζεφ και ο Χάυρουμ είναι νεκροί. …Η δολοφονική πράξη έγινε σε ένα λεπτό»23. Σε ηλικία 38 ετών, ο Προφήτης Τζόζεφ Σμιθ είχε σφραγίσει τη μαρτυρία του με το αίμα του. Με το έργο του στη θνητότητα ολοκληρωμένο, την Εκκλησία και το βασίλειό του Θεού τοποθετημένα στη θέση τους για τελευταία φορά επάνω στη γη, ο Τζόζεφ Σμιθ πέφτει νεκρός από τις σφαίρες των δολοφόνων. Για τον Προφήτη Τζόζεφ Σμιθ, ο Ίδιος ο Κύριος έδωσε μαρτυρία: «Τον οποίο [Τζόζεφ Σμιθ] κάλεσα μέσω των αγγέλων μου, των διακονούντων δούλων μου, και μέσω της ίδιας της φωνής μου από τους ουρανούς, για να φέρει σε φως το έργο μου. Το οποίο θεμέλιο αυτός έθεσε, και ήταν πιστός, και εγώ τον πήρα κοντά μου. Πολλοί απόρησαν με το θάνατο του. Όμως ήταν αναγκαίο να επισφραγίσει τη μαρτυρία του με το αίμα του, ώστε αυτός να τιμηθεί και οι άνομοι να καταδικαστούν» (Δ&Δ 136:37–39).

Ο Τζόζεφ Σμιθ, ο μεγάλος προφήτης, βλέπων και αποκαλυπτής των τελευταίων ημερών, ήταν ένας γενναίος και υπάκουος υπηρέτης του Υψίστου. Ο Πρόεδρος Μπρίγκαμ Γιανγκ επιβεβαίωσε: «Δε νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που έζησε στη γη και τον ήξερε περισσότερο από όσο εγώ. Και με τόλμη θα πω ότι, με εξαίρεση τον Ιησού Χριστό, καλύτερος άνθρωπος δεν έζησε ποτέ ούτε θα ζήσει επάνω στη γη. Είμαι μάρτυρας για αυτόν»24.

Σημειώσεις

  1. Ουίλφορντ Γούντροφ, Deseret News: Semi-Weekly,, 25 Νοεμβρ. 1873, σελ. 1.

  2. Επειδή μόνον εννέα από τα έντεκα παιδιά του Τζόζεφ Σμιθ του πρεσβύτερου και της Λούση Μακ Σμιθ επιβίωσαν μετά τη νηπιακή ηλικία, τα μέλη της οικογένειας γενικά, αναφέρονταν στην οικογένειά τους σαν να αποτελείτο από εννέα παιδιά. Επίσης, το όνομα της αδελφής του Τζόζεφ, Κάθαριν προφερόταν με διαφορετικούς τρόπους κατά τη διάρκεια της ζωής της, συμπεριλαμβανομένου του Κάθριν.

  3. Τζόζεφ Σμιθ-Ιστορία, 1832, σελ. 1. Βιβλίο Επιστολών 1, 1829–35, Joseph Smith, Collection, Αρχεία Εκκλησίας, Η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, Σωλτ Λέηκ Σίτυ, Γιούτα.

  4. Τζόζεφ Σμιθ-Ιστορία, 1832, σελ. 1. Βιβλίο Επιστολών 1, 1829–35, Joseph Smith, Collection, Αρχεία Εκκλησίας.

  5. History of the Church, 4:536, από μία επιστολή του Τζόζεφ Σμιθ, συνταχθείσα κατόπιν αιτήματος των Τζων Ουέντουωρθ και Τζωρτζ Μπάρστοου, Ναβού, Ιλλινόις, που δημοσιεύθηκε στο Times and Seasons, 1η Μαρτίου 1842, σελ. 707.

  6. History of the Church, 4:536–37, από μία επιστολή του Τζόζεφ Σμιθ, συνταχθείσα κατόπιν αιτήματος των Τζων Ουέντουωρθ και Τζωρτζ Μπάρστοου, Ναβού, Ιλλινόις, που δημοσιεύθηκε στο Times and Seasons, 1η Μαρτίου 1842, σελ. 707.

  7. Η αρχική Πρώτη Προεδρία αποτελείτο από τον Τζόζεφ Σμιθ ως πρόεδρο και τους Σίδνεϋ Ρίγκντον και Τζέσσυ Γκάουζ ως συμβούλους. Λίγους μήνες αφότου ο Τζέσσυ Γκάουζ έγινε μέλος της Πρώτης Προεδρίας, έφυγε από την Εκκλησία. Στις 18 Μαρτίου 1833, ο Φρέντερικ Ουίλιαμς ξεχωρίστηκε ως σύμβουλος στην Πρώτη Προεδρία.

  8. History of the Church, 6:364, από μία ομιλία που δόθηκε από τον Τζόζεφ Σμιθ, στις 12 Μαΐου 1844, στη Ναβού του Ιλλινόις, η οποία αναφέρθηκε από τον Τόμας Μπούλοκ.

  9. Υστερόγραφο γραμμένο από τον Τζόζεφ Σμιθ σε μία επιστολή του Όλιβερ Κάουντερυ προς ηγέτες της Εκκλησίας στο Τζάκσον Κάουντυ του Μισσούρι, 10 Αυγούστου 1833, Κίρτλαντ, Οχάιο, Αρχεία Εκκλησίας.

  10. History of the Church, 3:294, από μία επιστολή του Τζόζεφ Σμιθ και άλλων προς τον Έντουαρντ Πάρτριτζ και την Εκκλησία, 20 Μαρτίου 1839, φυλακή Λίμπερτυ, Μισσούρι.

  11. Επιστολή της Έμμα Σμιθ προς τον Τζόζεφ Σμιθ, 7 Μαρτίου 1839, Κουίνσυ, Ιλλινόις, στο Βιβλίο Επιστολών 2, 1837–43, σελ. 37. Joseph Smith, Collection, Αρχεία Εκκλησίας.

  12. History of the Church, 4:437–38, εκσυγχρονισμένη στίξη, από μία επιστολή των Δώδεκα Αποστόλων προς τους «Διασκορπισμένους αδελφούς στην ήπειρο της Αμερικής», 12 Οκτωβρίου 1841, Ναβού, Ιλλινόις, που δημοσιεύθηκε στο Times and Seasons, 15 Οκτωβρίου 1841, σελ. 569.

  13. Τον Μάιο του 1831, λίγο μετά το θάνατο των νεογέννητων διδύμων τους, ο Τζόζεφ και η Έμμα Σμιθ υιοθέτησαν τα νεογέννητα δίδυμα των μελών της Εκκλησίας, Τζων και Τζούλια Μούρντοκ. Τα δίδυμα Μούρντοκ ονομάστηκαν Τζόζεφ και Τζούλια. Η αδελφή Μούρντοκ είχε πεθάνει στη γέννα και ο αδελφός Μούρντοκ, ο οποίος είχε τώρα πέντε ορφανά από μητέρα παιδιά, ζήτησε από τους Σμιθ να φροντίσουν τα δίδυμα.

  14. History of the Church, 6:554, δήλωση που έγινε από τον Τζόζεφ Σμιθ στις 24 Ιουνίου 1844, στη Ναβού του Ιλλινόις, η οποία αναφέρθηκε από τον Νταν Τζόουνς.

  15. Mary Isabella Horne, “Testimony of Sister M. Isabella Horne,” Woman’s Exponent, Ιούνιος 1910, σελ. 6.

  16. Επιστολή του Τζωρτζ Τάγκαρτ προς τους αδελφούς του στο Νιου Χαμπσάιερ, 10 Σεπτεμβρίου 1843, Ναβού, Ιλλινόις, στο Άλμπερτ Τάγκαρτ, Correspondence, 1842–48 αηά 1860, Αρχεία Εκκλησίας.

  17. Επιστολή του Ουίλιαμ Κλαίητον προς τα μέλη της Εκκλησίας στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, 10 Δεκεμβρίου 1840, Ναβού, Ιλλινόις, Αρχεία Εκκλησίας.

  18. Angus M. Cannon, in “Joseph, the Prophet,” Salt Lake Herald Church and Farm Supplement, 12 Ιανουαρίου 1895, σελ. 212.

  19. Brigham Young, Deseret News: Semi-Weekly, Σεπτεμβρίου 1868, σελ. 2.

  20. History of the Church, 3:304; από μία επιστολή του Τζόζεφ Σμιθ και άλλων προς τον Έντουαρντ Πάρτριτζ και την Εκκλησία, 20 Μαρτίου 1839, φυλακή Λίμπερτυ, Μισσούρι.

  21. Βλέπε Διδαχή και Διαθήκες 132, επικεφαλίδα τμήματος.

  22. Ουίλφορντ Γούντροφ, δήλωση η οποία έγινε στις 12 Μαρτίου 1897, στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ, Γιούτα, στο Journal History of The Church of Jesus Christ of Latter-day Saints, 12 Μαρτίου 1897, σελ. 2.

  23. History of the Church, 6:621–22; από οδηγία των Ουίλαρντ Ρίτσαρντς και Τζων Τέιλορ, 27 Ιουνίου 1844, Κάρθατζ, Ιλλινόις.

  24. Brigham Young, Deseret News, 27 Αυγούστου 1862, σελ. 65.

Εικόνα
log home

Κατά την εποχή του Πρώτου Οράματος, ο Τζόζεφ Σμιθ ζούσε με την οικογένεια του σε ένα ζύΐινο σπίτι στην Παλμύρα της Νέας Υόρκης.

Εικόνα
map of Palmyra

Αγρόκτημα Μάρτιν Χάρρις

Άλβιν Σμιθ Γκρέιβ Σάιτ

E. Ε. Μπ. Γ κράντιν

Αγρόκτημα Τζόζεφ Σμιθ πρεσβύτερου

Ξύλινη κατοικία Τζόζεφ Σμιθ πρεσβύτερου

Ιερόό Δάσος

Ξύλινη κατοικία Τζόζεφ Σμιθ πρεσβύτερου

Λόφος Κουμώρα

ΧΩΡΙΟ ΠΑΛΜΥΡΑ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΜΑΚΕΔΩΝ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΑΛΜΥΡΑ

ΕΠΑΡΧΙΑ ΓΟΥΕΪΝ

ΕΠΑΡΧΙΑ ΟΝΤΑΡΙΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΜΑΝΤΣΕΣΤΕΡ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΦΑΡΜΙΝΓΚΤΟΝ

ΕΠΑΡΧΙΑ ΟΝΤΑΡΙΟ

ΕΠΑΡΧΙΑ ΓΟΥΕΪΝ

Δτώρυγα Έρη

Ρεντ Κρικ

Χάθαγουεϊ Μπρουκ

Κανάνταϊγκουα Ρόουντ

Στάφορντ Ρόουντ

N

Μίλια

0

1/2

1

Χιλιόμετρα

0

1

2

Παλμύρα, περιοχή Νέας Υόρκης. Πολλά σημαντικά γεγονότα στις αρχές της ιστορίας της Εκκλησίας συνέβησαν εδώ, συμπεριλαμβανομένου του Πρώτου Οράματος και τον επισκέψεων του Μορόνι στον Τζόζεφ Σμιθ.

Εικόνα
Sacred Grove

Το Ιερό Δάσος, περίπου το 1907. Την άνοιζη του 1820, ο νεαρός Τζόζεφ Σμιθ πήγε στο δάσος αυτό κοντά στο σπίτι του, για να προσευχηθεί στον Κύριο για καθοδήγηση.

Εικόνα
Emma Smith

Έμμα Σμιθ

Εικόνα
Peter Whitmer Sr. home

Αντίγραφο της κατοικίας του Πήτερ Ουίτμερ του πρεσβύτερου, στο Φαγιέτ της Νέας Υόρκης. Αυτή η εκ νέου οικοδομημένη κατοικία βρίσκεται στην τοποθεσία όπου ο Προφήτης οργάνωσε επίσημα την Εκκλησία, στις 6 Απριλίου 1830.

Εικόνα
Church history sites

Ιντιπέντενς

Ρίτσμοντ

ΛΙμπερτ

Φαρ Ουέστ

Άνταμ-όντι-Άχμαν

Ναβού

Κάρθατζ

Κουίνσυ

Κίρτλαντ

Χάιραμ

Ουάσινγκτον, D.C.

Φιλαδέλφεια

Πόλη Νέας Υόρκης

Κόλεσβιλ

Άρμονυ

Μάντσεστερ

Παλμύρα

Φαγιέτ

Σάρον

ΑΝΟΡΓΑΩΤΗ ΠΕΡΙΟΧΗ

ΜΙΣΣΟΥΡΙ

ΑΪΟΒΑ

ΟΥΙΣΚΟΝΣΙΝ

ΙΛΛΙΝΟΪΣ

ΜΙΣΙΓΚΑΝ

ΙΝΤΙΑΝΑ

ΚΕΝΤΑΚΥ

ΤΕΝΝΕΣΣΗ

ΒΟΡΕΙΑ ΚΑΡΟΑΙΝΑ

ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ

ΟΧΑΪΟ

ΠΕΝΣΥΑΒΑΝΙΑ

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ

ΒΕΡΜΟΝΤ

N. H.

ΚΑΝΑΔΑΣ

ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ

Ποταμός Μισισιπή

Σημαντικές τοποθεσίες στις αρχές της ιστορίας της Εκκλησίας και της ζωής του Τζόζεφ Σμιθ.

Εικόνα
Kirtland Temple

Ο Ναός του Κίρτλαντ, περίπου το 1900. Ο ναός αυτός οικοδομήθηκε με μεγάλες θυσίες από τους Αγίους, ωστόσο εγκαταλείφθηκε αναγκαστικά, όταν λόγω καταδίωξης έφυγαν από το Κίρτλαντ.

Εικόνα
Liberty Jail

Η φυλακή Λίμπερτυ, όπου φυλακίστηκε ο Προφήτης Τζόζεφ Σμιθ κατά το χειμώνα του 1838–39.

Εικόνα
Mansion House

Το Αρχοντικό στη Ναβού. Ο Προφήτης Τζόζεφ Σμιθ και η οικογένειά του μετακόμισαν στο σπίτι αυτό τον Αύγουστο του 1843.

Εικόνα
Nauvoo Temple

Ο Ναός της Ναβού στα μέσα της δεκαετίας του 1840. Ο ναός κάηκε το 1848, όταν οι Αγιοι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Ναβού και ορισμένοι από τους τοίχους του καταστράφηκαν αργότερα από ανεμοστρόβιλο, αφήνοντας τους εναπομείναντες τοίχους τόσο εξασθενημένους, ώστε χρειάστηκε να κατεδαφιστούν.

Εικόνα
Carthage Jail

Η φυλακή Κάρθατζ όπου ο Προφήτης Τζόζεφ Σμιθ και ο αδελφός του, Χάυρουμ, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στις 27 Ιουνίου 1844.